ἐπιθαλάσσιος

ἐπιθαλάσσιος
ἐπιθᾰλάσσ-ιος, [dialect] Att. [suff] ἐπιθᾰλάσς-ττιος, α, ον Pl.Lg.704d, PRev.Laws93.5 (iii B.C.), also ος, ον X.HG3.1.16:—
A lying or dwelling on the coast, Hdt.1.154; τὰ ἐ. Id.5.30;

ἐ. τῆς Πελοποννήσον Th.2.56

; marine, Epich.90:—in App.Hisp. 12 [full] ἐπιθάλασσος is prob. f.l.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐπιθαλάσσιος — lying masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιθαλάσσιος — α, ο (AM ἐπιθαλάσσιος και ἐπιθαλάττιος, α, ον και ος, ον) παραθαλάσσιος, παράκτιος αρχ. ναυτικός, θαλασσινός …   Dictionary of Greek

  • ἐπιθαλασσίων — ἐπιθαλάσσιος lying fem gen pl ἐπιθαλάσσιος lying masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιθαλαττίων — ἐπιθαλάσσιος lying fem gen pl (attic) ἐπιθαλάσσιος lying masc/neut gen pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιθαλάσσιον — ἐπιθαλάσσιος lying masc acc sg ἐπιθαλάσσιος lying neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιθαλάττιον — ἐπιθαλάσσιος lying masc acc sg (attic) ἐπιθαλάσσιος lying neut nom/voc/acc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιθαλασσίοις — ἐπιθαλάσσιος lying masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιθαλασσίου — ἐπιθαλάσσιος lying masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιθαλασσίους — ἐπιθαλάσσιος lying masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιθαλασσίῳ — ἐπιθαλάσσιος lying masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιθαλαττίοις — ἐπιθαλάσσιος lying masc/neut dat pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”